-
1 τυμβεύω
A bury,σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ S.Aj. 1063
, cf. E.Hel. 1245:—[voice] Pass.,ποῦ δ' ἐτυμβεύθη τάφῳ; Ar.Th. 885
:—[voice] Med., Nonn. D.5.549, al.2 πατρὶ τυμβεῦσαι χοάς pour libations on his grave, S.El. 406.II intr., dwell entombed,ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ Id.Ant. 888
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυμβεύω
См. также в других словарях:
τυμβεύω — Α [τύμβος] 1. αποτεφρώνω ή θάβω νεκρό, κηδεύω 2. (αμτβ.) είμαι ενταφιασμένος («εἴτε χρῇ θανεῑν εἴτ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ», Σοφ.) 3. φρ. «χοὰς τυμβεύω τινί» επιχύνω σπονδές στον τάφο κάποιου … Dictionary of Greek